- μυξωτῆρες
- μυξωτῆρες, οἱ,A nostrils, Hdt.2.86, Dsc.1.54, S.E.P.1.127: rare in sg., Hp.Morb.2.19 (s. v.l.), Dsc.Eup.1.7, Antyll. ap. Orib.8.13.4.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μυξωτῆρες — nostrils masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυξωτῆρας — μυξωτῆρες nostrils masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυξωτῆρσι — μυξωτῆρες nostrils masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυξωτῆρσιν — μυξωτῆρες nostrils masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυξωτήρων — μυξωτῆρες nostrils masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυξωτήρ — μυξωτήρ, ήρος, ὁ (ΑΜ, Α και μυξητήρ, ῆρος) συν. στον πληθ. οἱ μυξωτῆρες οι μυκτήρες, τα ρουθούνια μσν. η μύτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύξα + επίθημα τήρ. Οι τ. μυξωτήρ (< αρχ. *μυξόω) και μηξητήρ (< μυξῶ) μορφολογικά φαίνεται ότι παράγονται από τα… … Dictionary of Greek
ՃՐԱԳԱԲԵՐԱՆ — (ի, աց.) NBH 2 0186 Chronological Sequence: Early classical գ. Բերան ճրագի. վերին ծագ ճրագաբերանի. ռմկ. քիթ. որպէս եւ յն. եւ լտ. μυξωτῆρες nares. *Երկուց ճրագաբերանացն ոսկեաց. Զաք. ՟Դ. 12 … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)